- παμπαθής
- παμπαθήςwholly passivemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παμπαθής — παμπαθής, ές (Α) 1. αυτός που υποφέρει πάρα πολύ 2. κίναιδος 3. χαρακτηρισμός εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + παθής (< πάθος)] … Dictionary of Greek
παμπαθές — παμπαθής wholly passive masc/fem voc sg παμπαθής wholly passive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπαθοῦς — παμπαθής wholly passive masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπαθέας — παμπαθής wholly passive masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek